- λοσιόν
- ηάκλ. (λ. γαλλ.), υγρό αρωματισμένο ιδιοσκεύασμα που χρησιμοποιείται στην περιποίηση των μαλλιών και του δέρματος: Καθημερινά χρησιμοποιεί λοσιόν κατά της τριχόπτωσης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.