λοσιόν

λοσιόν
η
άκλ. (λ. γαλλ.), υγρό αρωματισμένο ιδιοσκεύασμα που χρησιμοποιείται στην περιποίηση των μαλλιών και του δέρματος: Καθημερινά χρησιμοποιεί λοσιόν κατά της τριχόπτωσης.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λοσιόν — η υγρό, αλκαλούχο ή όχι, σκεύασμα για την περιποίηση τού δέρματος και τών μαλλιών. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. lotion (< λατ. lotion, onis «πλύση» < lotus, lautus, μτχ. παρακμ. τού λατ. lavo «πλύνω»)] …   Dictionary of Greek

  • αντηλιακός — ή, ό (για κρέμα, λάδι, λοσιόν) αυτός που προφυλάσσει το δέρμα από τις ακτίνες του ήλιου και τα εγκαύματα βοηθώντας στο μαύρισμα …   Dictionary of Greek

  • πίσσα — Προϊόν συμπύκνωσης, που προέρχεται από την ξηρά απόσταξη οργανικών υλών. Είναι υγρό ή παχύρευστο προϊόν, μαύρου ή σκούρου συνήθως χρώματος και αδιάλυτο στο νερό. λιθανθρακόπισσα. Είναι ένα παραπροϊόν της παρασκευής του φωταερίου, το οποίο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”